ΣΑΛΙΓΚΑΡΟΣ

Ζωγράφιζαν στη γη ένα τετράγωνο, σαν το καβούκι του σαλίγκαρού, όσο μεγάλο ήθελαν. Με τα χέρια έσπρωχναν τα πούλια της λεμονάδας στο σαλίγκαρο, άλλα δεν έπρεπε να βγουν έξω απ’ το σχέδιο γιατί καίγοντάν και γυρνούσαν στην αρχή. Αυτό γίνονταν μέχρι να φτάσεις στο κέντρο. Φυσικά έπαιζαν μία ο ένας και μία ο άλλος.

     Όταν έφταναν στο κέντρο, γυρνούσαν στην αρχή με τον ίδιο τρόπο. Όταν πήγαινες και γύριζες, ζωγράφιζες έναν δικό σου χώρο μέσα στο σαλίγκαρο. Αν τα κατάφερνες κι έφτανες μες στο χώρο σου, έπαιζες 3 φορές παραπάνω, χωρίς να παίζει ο άλλος.

     Όταν έριχνες ένα πούλι δικό σου και τσούγκριζες ένα άλλο το έκαιγες. Το ίδιο και αντίστροφα. Έτσι γυρνούσες πίσω στην αρχή.

      Αν ήσουν μες στο χώρο σου και σε τσούγκριζαν, δεν μετρούσε το τσούγκρισμα. Αν κάποιο πούλι πήγαινε σε χώρο κάποιου άλλου γυρνούσε πίσω από εκεί που ξεκίνησε, επειδή καιγόταν. Το παιχνίδι παιζόταν με δυο παίχτες.