Οι άνθρωποι του χωριού μας πιστεύουν ότι ο θάνατος δεν κόβει με μιας
το νήμα της ζωής. Αλλά αυτή συνεχίζεται στον άλλον κόσμο, στον όποιο
ο νεκρός επιθυμεί τα ίδια πράγματα, που είχε και στην ζωή. Η αντίληψη
αυτή, όπως είναι γνωστό έχει τις ρίζες της βαθιά στην άχλη του χρόνου
. Για αυτό και οι συνήθειες σχετικά με τον θάνατο, αλλά και τα μοιρολόγια στρέφονται
γύρω από αυτές τις πεποιθήσεις . Έτσι μόλις ο άνθρωπος ξεψυχήσει θα
του κλείσουν τα μάτια και θα σταυρώσουν τα χέρια του μπροστά στο στήθος,
δένοντας τα με μια μοβ κορδέλα. Φυσικά οι ηλικιωμένες γυναίκας θα
του φορέσουν καθαρά εσώρουχα, την καλή εξωτερική του φορεσιά και καινούρια
παπούτσια.. Το λείψανο θα τοποθετηθεί στο μέσο του δωματίου και θα
ανάφτει ένα κερί όσο είμαι το μπόι του νεκρού, περίπου, γυρισμένο
όμως σε σχήμα κουλουριού το οποίο τοποθετείται στα ποδιά του. Κερί
σε σχήμα σταυρού βάζουνε και στη μύτη του νεκρού .
Ο
νεκρός θα στολιστεί με λουλούδια τα οποία θα φέρουν όσοι τον επισκεφτούν
στο σπίτι. Ο στενοί συγγενείς θα ξενυχτίσουν τον νεκρό, προσέχοντας
να μην περάσει γάτα από πάνω του γιατί θα βρικολακιάσει. Οι γεροντότερες
θα τον μοιρολογήσουν. Οι μοιρολογίστρες δεν είναι επαγγελματίες, όπως
σε αλλά μέρη. Είναι χαροκαμένοι συγγενείς του νεκρού, που με το μοιρολόγι
αντιδρούν στον πόνο και στη σύμφορα. Στο σπίτι του πεθαμένου δημιουργείται
με το μοιρολόγι εκείνη η τραγική ατμόσφαιρα, ώστε το κλάμα να αποτελεί
τη μοναδική διέξοδο στη λύπη τον συγγενών αλλά και τον ξένων. Όταν
σηκωθεί το λείψανο και βγει έξω από το σπίτι σπάζουν ένα πήλινο αγγείο.
Κατά τη διάρκεια της κηδείας δεν πρέπει να βραχεί το λείψανο γιατί
πιστεύεται ότι θα βρέχει για 40 μερές. Έπειτα από την ταφή μοιράζονται
τα κόλλυβα και το βράδυ γίνονται << μακρές>>. Προσφέρεται
δηλαδή φαγητό στους συγγενείς κυρίως ρεβιθιά με ρύζι ή άλλο φαγητό
ποτέ όμως κρέας. Επί 40μερες θυμιατίζεται ο τάφος του νεκρού κάθε
απόγευμα από τους συγγενείς οι οποίοι φορούν οι μεν άντρες μαύρο πουκάμισο
και μια μαύρη λωρίδα στο μανίκι, οι δε γυναίκες μαύρα ρούχα και μάλιστα
οι πολύ στενοί συγγενείς τα φορούν επί ένα χρόνο ή και επί Tρία χρόνια
ακόμη. Άλλοτε οι άνδρες έμεναν αξύριστοι επί σαράντα μέρες.
|