ΚΕΝΤΑΥΡΟΙ

Εδώ μονάχα απ’ όλη την Ελλάδα, μ’ όλα της τα βουνά, μ' όλα τα δάση. Εδώ γυρνάνε ακόμα οι Αλογάνθρωποι. Οι Κένταυροι…

Ας γείρω ανάσκελα το μύθο και ν’ αφήσω αυτός να πει:

-Μέσα στα δάσα ανάμεσα στις ρεματιές και τα ποτάμια, τρομάξανε οι νύμφες κι άξαφνα σταματήσαν το τραγούδι και κρυφτήκαν…

Περνάν περήφανοι καλπάζοντας οι Αλογάνθρωποι και ξαποσταίνουν δίπλα στα νερά. Δεν θα ξεκαβαλήσουν, απλά θα σκύψουν λίγο ν’ απολαύσουν μια στιγμή τα χρώματα: κίτρινα και καφέ, πορτοκαλιά και πράσινα και κόκκινα μέσα στα φύλλα και στις ρεματιές και όπου κι αν πέσει η ματιά, στέκεται και ξεχνιέται…

κι αφού κρατήσουνε στη μνήμη μια εικόνα καθημερνή, με καλπασμό θα ξεκινήσουν πάλι στα λημέρια τους να πάνε πίσω στα βουνά..

Αφού κανένας δεν τους είδε να ξεκαβαλάνε, όλοι ορκίζονται πως είναι σ’ ένα σώμα και τ’ άλογο και ο άνθρωπος. Το άλογο πατάει γερά στη γη και έχει όλα τ’ άγρια ένστικτα κι ο λόγος που στερείται, η λογική, ο άνθρωπος τη συμπληρώνει με το νου του και τη σκέψη και φτιάνουν έτσι ένα κράμα σπάνιο που αυτοί που δίνουν τα ονόματα το λεν σοφία.

-Λένε πως αναθρέψαν Ήρωες, οι Κένταυροι. Πως μπλέξαν σ’ έρωτες μεγάλους και φιλίες κι έχθρες. Καυγάδες άγριους πως ξεκίνησαν, αρπάζοντας ξένες γυναίκες μεθυσμένοι…

Μα ποιος δεν θα τους συγχωρούσε, που είδαν τα μάτια τους και είδαν… Και τώρα μόνο μες τους μύθους τριγυρνάνε κι άδικα περιμένουμε να ξεπροβάλλουν

μέσα απ’ τα φύλλα που στροβιλίζει ο αγέρας για να ρωτήσουμε μονάχα:

 

Άμυαλε Κένταυρε τρελέ,

Την κοπελιά που πισωκάπουλα

Φορτώθηκες και παίρνεις,

Τρελέ που την πηγαίνεις;

 

Ο ΜΥΘΟΣ