ΙΔΙΩΜΑΤΙΣΜΟΙ
αγιογδύτης (εκμεταλλευτής),
αλάργα (μακριά),
αποκούμπι (στήριγμα για τα γηρατειά),
απόλυσε (φύτρωσε),
απόστασα (κουράστηκα),
αποστομήθηκε (έπεσε κάτω),
αποσώνω (τελειώνω),
αραθυμάω (επιθυμώ).
αράϊ (κάλεσμα άνδρα),
αστρέχα (στενό ανάμεσα σε δυο σπίτια),
άτζα (κνήμη),
αχούρι (αχυρώνες),
γαβάθα (πήλινο πιάτο ,τσανάκα),
γάνιασα (κουράστηκα, ίδρωσα),
γδούπι (κουρεμένος γουλί),
γιατάκι (χώρος μικρός για ύπνο),
γιδοξούρι (άνθρωπος ακαλλιέργητος),
γιουμάδα (άτακτο παιδί),
γιουρντάω (ορμάω),
γκιούμι (χάλκινο δοχείο για νερό),
γρηπίδα (άκρη της σκεπής),
ζαγάρ' (σκυλί),
ζερβοδήμιτα (αμφίβολα, διπλωματικά),
ζητλιάρης ή διακονιάρης (ζητιάνος),
ζούφιο (κούφιο, άδειο),
κ'στέλα (σκάφη),
κακάρωσε (έσβησε, πέθανε),
κανατλίκια (παντζούρια),
κατώι (χώρος κάτω από το ισόγειο του σπιτιού),
κεσέμι (ευνουχισμένο ή όχι, που τραβάει μπροστά),
κλέτσ' (μούσκεμα),
κόρμπο (μαύρου χρώματος),
κούρμπα (στροφή δρόμου),
κουρνάβλια (τα πόδια),
κουτσουμπά (ρίζα δέντρου εκχερσωμένη),
κούτσουρο (χοντρό κομμάτι ξύλο),
λιόπρο (καφέ και μαύρο μαζί),
μαγάρισε (μολύνθηκε, βρώμισε),
μακεδόνισ' (μαϊδανός),
μαρή (κάλεσμα γυναίκας),
ματζόβολο (συμμαζεμένο για αντικείμενα),
μεσάντρα (ράφι για πιατικά και τρόφιμα),
μολεύτηκε (μολύνθηκε),
μούσκριο (άσπρο στα αυτιά)
μούτος (μπαμπούλας),
μουφλoύσης (ανάποδος άνθρωπος),
μπακράτσι (κουβάς),
μπάλιο (με ασπράδι στο μέτωπο),
μπικτσής (αγροφύλακας),
μπιτούνικο (ολόκληρο),
μπόλιασμα (θήλασμα δέντρων),
μπόμπα (γεμάτο μέχρι πάνω),
μπούζι (κρύο),
μπουχαρί (καπνοδόχος),
μπουχός (δεξαμενή νερού),
νετάρισε (τελείωσε),
νιάνιαρο (μικρό παιδί),
νταβραντισμένος (δυναμωμένος)
ντερλίκωσε (έφαγε πολύ),
παρμακλίκι (κάγκελο σκάλας ξύλινης),
παρτσάδια (μικρά κομμάτια),
πατσαούρι (ξεσκονόπανο),
πατσούρα (κανάτα),
πετσιάζω (τελειώνω γρηγορα,σκεπαζω),
πηδήθηκε (γονιμοποιήθηκε το ζώο),
πιταστή (μικρό ζεστό ψωμί),
πλουμούδια (στολίδια),
πράματα (τα οικόσιτα ζώα),
πυρουστιά (τρίγωνο ή κυκλικό σιδερικό όπου τοποθετείται το πήλινο
τσουκάλι ή ο χάλκινος τετζερες για το μαγείρεμα),
ραμολιμέντο (ανάξιος λόγου άνθρωπος),
ρεμπεσκές (ανυπόληπτος),
σβάρνα (ακαταστασία),
σεντούκι (μπαούλο, κασέλα),
σερσέμης (ανεπρόκοπος),
σκαμπάζει (καταλαβαίνει)
σκρόφα (γίδα και γυναίκα),
σοφράς (χαμηλό τραπέζι),
σπούρνη (στάχτη με σπίθες),
στ'βάδα (περίοδος γονιμοποίησης για ζώα),
συγκρίμ' (μουρμούρα, ανωμαλία),
σφλομώθηκα (στεναχωρήθηκα),
ταμαχιάρης (πλεονέκτης),
ταμπλάς (ξαφνική στενοχώρια),
τζιέρια (σπλάχνα των ζώων),
τιμαρεύω (συγυρίζω),
τουμπρούκι (πρησμένο),
τσ'πούνι (χοντρό πανωφόρι),
τσαγκίλα (σπασμένα γυαλικά),
τσάκα (μικρά ξυλαράκια),
τσάρχος (πατάρι για το ξηρό χορτάρι),
τσερβέλο (το μυαλό στο κεφάλι),
τσιβίκι (μικρό χαλίκι),
τσουμπλέκια (διάφορα μικρά αντικείμενα),
τσούτσο (μικρό),
τσώνισε (μέθυσε),
φλάσκας (παχύς),
φλώρο (άσπρο),
φουρκάλι (σκούπα από κλαδιά ρείκης),
φρουμανάει (έχει δυνάμεις),
φρούσιο (άσπρο όλο το πρόσωπο),
χαδούλης (χαϊδεμένος),
χαμώι (ο στάβλος),
χλιαρή (ξύλινο κουτάλι),
ψαρί (ασπροκόκκινο ανοιχτό).
|