Η ΡΟΔΟΔΑΦΝΗ

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν μια οικογένεια, που δεν είχε παιδιά και παρακαλούσε το Θεό να τους δώσει ένα κι ας ήταν και δαφνοκουκουτσάκι. Ο Θεός τους λυπήθηκε και τους έδωσε ένα κουκουτσάκι. Το χάρηκαν πολύ, αλλά δεν ήξεραν που να το βάλουν. Ο πατέρας σκέφτηκε να το βάλει μες στο πορτοφόλι του και το έβαλε. Μια μέρα όμως, που πήγε στο χτήμα του, το έχασε, έψαξε αλλά δεν το βρήκε, γι’ αυτό πήγε στο σπίτι του στεναχωρημένος. Αλλά εκεί που έπεσε το κουκουτσάκι φύτρωσε μια ωραία ροδοδάφνη.

Εκεί ποιο υπήρχε ένα παλάτι που ο βασιλιάς πήγαινε το χειμώνα για κυνήγι. Από την Ροδοδάφνη κάθε βράδυ έβγαινε μια ωραία κοπέλα που πήγαινε στο παλάτι και έβαζε πολύ αλάτι στο φαγητό, ώστε να μην τρώγετε. Ο βασιλιάς άλλαζε τους μάγειρες αλλά τίποτα και ο γιος του αναγκάστηκε να κρυφτεί, για να δει τι γίνεται. Ξαφνικά βλέπει ένα χέρι να βάζει αλάτι. Όμως πρόσεξε ότι ήταν μια ωραία κοπέλα, την άρπαξε από το χέρι και της είπε: « Δεν θα φύγεις από εδώ ».Όμως αυτή αντέδρασε.

Τελικά την έπεισε, την πήγε στους γονείς του και τους είπε:

« Εγώ αυτή την κοπέλα θα την κάνω γυναίκα μου».

Δέχτηκαν οι γονείς του, γιατί ήταν πολύ ωραία κοπέλα. Έγιναν οι γάμοι, τα πανηγύρια, οι δύο τους απόκτησαν δύο παιδάκια και έζησαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα.